- ξιφίζω
- ξιφίζω (Α) [ξίφος]χορεύω τον πολεμικό χορό, κατά τον οποίο οι χορευτές έχουν τα χέρια τεντωμένα σαν να κρατούν ξίφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξιφίζει — ξιφίζω dance the sword dance pres ind mp 2nd sg ξιφίζω dance the sword dance pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίφιζε — ξιφίζω dance the sword dance pres imperat act 2nd sg ξιφίζω dance the sword dance imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιφισμένων — ξιφίζω dance the sword dance perf part mp fem gen pl ξιφίζω dance the sword dance perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξιφίζειν — ξιφίζω dance the sword dance pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιφισμένην — ξιφίζω dance the sword dance perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποξιφίσαι — ἀπό ξιφίζω dance the sword dance aor inf act ἀποξιφίσαῑ , ἀπό ξιφίζω dance the sword dance aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαξιφίζομαι — (Α διαξιφίζομαι) (αποθ.) [ξιφίζω < ξίφος] μάχομαι με ξίφος, ξιφομαχώ νεοελλ. διαπληκτίζομαι φραστικώς … Dictionary of Greek
επιξιφίζω — ἐπιξιφίζω (Μ) χορεύω, πηδώ πάνω σε προτεταμένα ξίφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ξιφίζω (< ξίφος)] … Dictionary of Greek
ξίφισμα — ξίφισμα, τὸ (ΑΜ) [ξιφίζω] ο ξιφισμός … Dictionary of Greek
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek